Blog



Τα παρακάτω κείμενα αποτελούν τη συνεισφορά μου στο αφιέρωμα για τη φτώχεια που επιμελήθηκε η Νένα Βενετσάνου για το τεύχος 52 του περιοδικού Μανδραγόρας (Ιούνιος 2015). Το πρώτο είναι το εισαγωγικό κείμενο του αφιερώματος. 

Εισαγωγικό

Η φτώχεια, η μεγαλύτερη μάστιγα για την ανθρωπότητα, τείνει να γίνεται αντικείμενο ευρύτερης έρευνας και ενδιαφέροντος σε περιόδους κρίσης σαν αυτή που διανύουμε. Αντίθετα, σε περιόδους σχετικής και πάντοτε επίπλαστης ευημερίας για την κρίσιμη μάζα του πληθυσμού, η φτώχεια παραμένει αντικείμενο κυρίως ακαδημαϊκής έρευνας, παρόλο που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει και να απειλεί τις κοινωνίες, ούτε κατά την περίοδο της φεουδαρχίας και πολύ περισσότερο κατά την βιομηχανική – καπιταλιστική περίοδο.

Πίσω από αυτό το παράδοξο βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό και η απάντηση στο ερώτημα του πως είναι δυνατόν, με την επιστήμη και την τεχνολογία που διαθέτουμε στις μέρες μας, δηλαδή με την παραγωγική δυναμική της ανθρωπότητας ως παραγωγικό σύνολο, να μην έχει ακόμα εξαλειφθεί η φτώχεια, όπως θα μπορούσε και όπως θα όφειλε.

Όσο η κοινωνία θα διαχωρίζεται παραγωγικά, άρα και ταξικά, και όσο η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στους φυσικούς πόρους θα καθορίζει την κατανομή του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου, τόσο οι άνθρωποι θα έχουν την τάση να θεωρούν τη φτώχεια ως ένα πρόβλημα που αφορά όσους το αντιμετωπίζουν. Και όταν η φτώχεια θα χτυπάει και τη δική τους πόρτα, σε περιόδους που το πλιατσικολογικό σύστημα που κάποιοι ονομάζουν αυτάρεσκα νεοφιλελευθερισμό, γεννάει οικονομικές κρίσεις για να αυξήσει την συσσώρευση πλούτου προς όφελος των κεφαλαιοκρατικών ελίτ, τότε οι ίδιοι άνθρωποι, εκείνοι που θεωρούσαν τη φτώχεια πρόβλημα των άλλων, συνήθως δε θα αναζητούν αντισυστημικές διεξόδους, αλλά πρόσκαιρες προσωπικές ή έστω συντεχνιακές διεξόδους, ανακυκλώνοντας τη νοοτροπία της αυταπάτης και του ατομικισμού.

Όμως ας μην συνηγορήσουμε με όσους προσπαθούν να μας πείσουν ότι φταίει η κοινωνία ή η ανθρώπινη φύση για τη φτώχεια. Ας μην συνηγορήσουμε επίσης με όσους προσπαθούν να μεταφέρουν τη λύση για τη μάστιγα της φτώχειας στη σφαίρα της «φιλανθρωπίας» και της υποκρισίας κάποιας Μητέρας Τερέζας.

Η φτώχεια είναι ένα από τα αποτελέσματα του συνόλου των κατάφωρων αδικιών και ανελευθεριών που βιώνει το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού μέσα και χάρη στο εξουσιαστικό, εκμεταλλευτικό σύστημα. Η λύση του δε μπορεί παρά να έρθει από ριζικές δομικές και συστημικές αλλαγές. Όμως για να γίνει αυτό χρειάζεται συνειδητοποίηση και γνώση. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι η φτώχεια δεν είναι ένα αναπόφευκτο πρόβλημα οικονομικής – παραγωγικής φύσης, αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή της άρχουσας οικονομικής  τάξης και των πολιτικών βαστάζων της. Χρειάζεται να μελετήσουμε τα επιστημονικά στοιχεία που ρίχνουν φως στην πραγματική φύση του προβλήματος και στους τρόπους επίλυσής του. Χρειάζεται να αφυπνιστούμε και να αρνηθούμε τη συμμετοχή μας σε αυτό το έγκλημα που αργά ή γρήγορα, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση, χτυπάει την πόρτα όλων όσων δεν ανήκουν στο 1% της παγκόσμιας ελίτ.

Με αυτό το σκεπτικό, η πρωτοβουλία του περιοδικού «Μανδραγόρας» να κάνει αυτό το τόσο σημαντικό και χρήσιμο αφιέρωμα στη φτώχεια, είναι ένα παράδειγμα προς μίμηση και ευχαριστώ ιδιαίτερα τη Νένα Βενετσάνου που με κάλεσε να συμμετέχω σε αυτή την προσπάθεια.

                                                                                                     


Ο Αλή Μπαμπά και οι 40 στόχοι της Χιλιετίας

Γιατί παραμένουμε φτωχοί ανάμεσα στα πλούτη)

Ο οικονομολόγος Alastair McAuley έγραφε τη δεκαετία του ’80 ότι η φτώχεια και η ανισότητα είναι πολιτικά (και όχι οικονομικά) ζητήματα. Αυτή η προφανής αλήθεια υπήρξε και συνεχίζει να είναι το αντικείμενο επίθεσης της πολιτικής προπαγάνδας των παγκόσμιων και πλέον παγκοσμιοποιημένων ελίτ, συχνά με τη χρήση ενός οικονομετρικού μανδύα, άλλοτε πάλι, όταν οι κοινωνικές αντιδράσεις φουντώνουν σε περιόδους κρίσης, με τη χρήση Κεϋνσιανών αναλγητικών. Η προπαγάνδα αυτή είναι απαραίτητη άμυνα για την άρχουσα τάξη γιατί εάν επέλθει στην πλειοψηφία του πληθυσμού η συνειδητοποίηση ότι η φτώχεια δεν υπάρχει ως αναγκαίο κακό, ούτε ως αποτέλεσμα κακού παραγωγικού σχεδιασμού, αλλά είναι ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της κυρίαρχης τάξης με αποκλειστικό στόχο τον πολιτικό, μέσα από τον οικονομικό, έλεγχο της ανθρωπότητας, τότε δε μπορεί παρά αυτή η ανθρωπότητα να εξεγερθεί και να θέσει τέρμα στην εξουσία τους.

Αφού όμως η οικονομική εξαθλίωση είναι πολιτικό ζήτημα, ας δούμε δυο ορισμούς της φτώχειας που προέρχονται από την Αρχιεπισκοπή του Καπιταλισμού, την Παγκόσμια Τράπεζα:

1.     1.  «(φτώχεια είναι) η ανικανότητα διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου επιβίωσης»[i]

Από αυτόν τον ορισμό θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι πραγματική φτώχεια υπάρχει μόνο σε «υπανάπτυκτες» χώρες του, ρατσιστικά χαρακτηριζόμενου, «Τρίτου Κόσμου», δηλαδή κάποιες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής αλλά κυρίως τις περισσότερες χώρες της Αφρικής, αγνοώντας την ιστορική πραγματικότητα της αφαίμαξης πόρων κάθε μορφής από τις συγκεκριμένες ηπείρους προς όφελος του «Πρώτου Κόσμου», των «ανεπτυγμένων χωρών», μέσω της αποικιοκρατίας (και της υποδούλωσης τουλάχιστον δέκα συνεχόμενων γενεών Αφρικανών (1519-1867) από τις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής) αλλά ταυτόχρονα αγνοώντας και την όλο αυξανόμενη εμφάνιση εστιών «Τρίτου κόσμου» μέσα στον «Πρώτο κόσμο», δηλαδή τα κρούσματα ακραίας φτώχειας (στα πλαίσια του συγκεκριμένου ορισμού) που παρατηρούνται στα λεγόμενα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης.

Το μέγεθος όχι μόνο της ανισότητας αλλά και της εξαθλίωσης τεράστιων πληθυσμών μέσα στις «ανεπτυγμένες» χώρες, γίνεται ξεκάθαρο αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με το περιοδικό Fortune, και με στοιχεία του 2001, δηλαδή πριν την πρόσφατη κρίση που άνοιξε δραματικά περισσότερο την εισοδηματική ψαλίδα, η περιουσία των 500 πλουσιότερων αμερικανών επιχειρηματιών ισοδυναμεί με το 63% του ΑΕΠ των ΕΠΑ, πράγμα που σημαίνει πως στο 99,99999% του πληθυσμού των ΕΠΑ αντιστοιχεί το υπόλοιπο 37% του ΑΕΠ. Το 16% των Αμερικανών, δηλαδή περίπου 50 εκ. άνθρωποι, κατά κύριο λόγο εργάτες έγχρωμοι, μετανάστες και μειονοτικοί,  ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

2.    2.   «Ένα άτομο θεωρείται φτωχό αν έχει ένα ασυνήθιστα μικρό επίπεδο καταναλωτικής δύναμης, σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας στην οποία διαμένει»[ii]

Αυτός ο ορισμός παραπέμπει στα τμήματα του πληθυσμού των «ανεπτυγμένων» χωρών τα οποία μπορούν απλά να επιβιώνουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν και να καταναλώσουν την πλειοψηφία των αγαθών, με άλλα λόγια ο συγκεκριμένος ορισμός θέτει ως φτωχό όποιον δεν έχει καταφέρει να ζει το αμερικάνικο όνειρο της άνευ ουσίας υπερκατανάλωσης.

Φυσικά η φτώχεια δε μπορεί να εγκλωβιστεί ως γεγονός, και μάλιστα ως το πλέον φρικαλέο γεγονός εντός του λεγόμενου «κοινωνικού συμβολαίου», μέσα σε τέτοιου είδους απάνθρωπους και στεγνούς συναισθημάτων ορισμούς.  Διαβάζουμε σε μια διαφορετική προσέγγιση ορισμού της φτώχειας από τον Noam Chomsky ότι:

«Με τον όρο φτώχεια ορίζουμε την κατάσταση μόνιμης έλλειψης υλικών και άυλων αγαθών τα οποία είναι απαραίτητα για την αξιοπρεπή κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών, ή, για να το θέσουμε με όρους του άρθρου 25 της Παγκόσμιας Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, φτωχό είναι το άτομο που στερείται του δικαιώματος ενός επιπέδου διαβίωσης ικανού να εξασφαλίσει την υγεία και ευημερία τη δική του και της οικογένειάς του, καθώς και την τροφή, τον ρουχισμό, την υγειονομική περίθαλψη και τις κατάλληλες κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές»[iii].

Επομένως, και σύμφωνα με αυτό τον τελευταίο ορισμό, ως φτώχεια θα μπορούσαμε να ορίσουμε την άρνηση, σε συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού, στο δικαίωμα σε μια ζωή ίσων ευκαιριών, δικαιωμάτων και βιοτικού επιπέδου με τον υπόλοιπο πληθυσμό κατά μέσο όρο αλλά και ως ξεχωριστό σημείο στην καμπύλη εισοδηματικής διανομής. Συνεπακόλουθα θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη φτώχεια ως το άμεσο και ξεκάθαρο αποτέλεσμα της ανισοκατανομής του πλούτου, της γνώσης και των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ η συστηματική και οργανωμένη εξόντωση ανθρώπων μέσω της πείνας, της δίψας και της γενικότερης έλλειψης πόρων δε μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως βαρβαρότητα και ξεκάθαρη υπονόμευση του κοινωνικού ιστού και η απόδειξη παντελούς έλλειψης ηθικής και ανθρώπινων αξιών στο υπάρχον οικονομικοκοινωνικοπολιτικό σύστημα.[iv]

Είναι φυσικό ότι κάθε προσπάθεια ανάλυσης του φαινομένου της φτώχειας μπορεί να ξεκινήσει μια σειρά διαφωνιών. Άλλωστε μια τέτοια συζήτηση δε μπορεί παρά να επηρεάζεται από την κοινωνική θέση και την οικονομική τάξη των συμμετεχόντων κι επομένως από την υποκειμενικότητά τους, η οποία καθορίζεται από τα προσωπικά και ταξικά τους συμφέροντα. Είναι αλήθεια επίσης ότι ειδικά στις «ανεπτυγμένες» χώρες μέχρι πρόσφατα, τα κρούσματα ακραίας φτώχειας ήταν ελάχιστα, με αποτέλεσμα η φτώχεια συχνά να παραβλέπεται ως ουσιαστικό πρόβλημα.

Κι όμως, η ακραία φτώχεια είναι εδώ και πολλούς αιώνες κομμάτι της πραγματικότητάς μας, σε παγκόσμιο επίπεδο και μάλιστα σε σοκαριστικό βαθμό. Θα μπορούσαμε να γεμίσουμε σελίδες με στατιστικά στοιχεία που καταδεικνύουν το μέγεθος της καταστροφής και του αίσχους, όμως θεωρώ ότι τα παρακάτω δύο στοιχεία που μας δίνει ο Οργανισμός Ενωμένων Εθνών είναι υπεραρκετά για να αποδείξουν ότι η φτώχεια είναι όχι μόνο υπαρκτή ως μάστιγα αλλά και σε βαθμό που ξεπερνάει την πιο φριχτή φαντασία:

1.      - Ένα παιδί πεθαίνει από την πείνα κάθε τρία (3) δευτερόλεπτα,

2.      - Ένα παιδί πεθαίνει από τη δίψα κάθε τέσσερα (4) λεπτά.

Σταθείτε μόνο και αναλογιστείτε πόσα παιδιά πέθαναν από την πείνα μέχρι να διαβάσετε αυτά τα δυο στατιστικά στοιχεία.

Ο Ο.Η.Ε., έχοντας ο ίδιος ως οργανισμός επίσημα δώσει αυτά τα στατιστικά στοιχεία, ή έστω μη μπορώντας να τα αγνοήσει περαιτέρω, εξήγγειλε το πρόγραμμα Millennium goals (Στόχοι της Χιλιετίας), ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η μείωση του ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε καθεστώς ακραίας φτώχειας (ημερήσιο εισόδημα λιγότερο ή ίσο με 1.25 δολάρια) και η μείωση της παιδικής θνησιμότητας, έχοντας ως αρωγούς σε αυτή την προσπάθεια, πέρα από τα κράτη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα. Θα μπορούσε κανείς να πει βέβαια ότι με τέτοιους αρωγούς θα μπορούσαν να έχουν ονομάσει το πρόγραμμα μείωσης της παιδικής θνησιμότητας και «Ηρώδης 2000» και θα ήταν ακριβής.

Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη πανήγυρη του Ο.Η.Ε. αντί να προωθήσει, όπως θα ήταν το λογικό, την αυτόνομη ανάπτυξη των «υπανάπτυκτων» χωρών, έθεσε ξεκάθαρα ως κύριο και βασικό εργαλείο της την μείωση του Διεθνούς Χρέους για τις πιο φτωχές χώρες. Με άλλα λόγια και για να μη γελιόμαστε, ο Ο.Η.Ε. δεν πρότεινε παρά τη λογιστική μείωση της αφαίμαξης της Αφρικής (κυρίως) μέσω των υπερ-τόκων των δανείων που η Δύση έδωσε για την ανάταση των Αφρικανικών οικονομιών μετά την καταλήστευσή τους από την ίδια τη Δύση (η ειρωνεία και η έπαρση σε όλο τους το μεγαλείο). Άλλωστε η Αφρικανική ήπειρος, μέχρι και τον 16ο αιώνα, οπότε και ξεκίνησε συστηματικά η αποικιοκρατική λεηλασία και η υποδούλωση και μεταφορά της πλειοψηφίας του Αφρικανικού πληθυσμού / εργατικού δυναμικού στις βαμβακοφυτείες της Αμερικής,  είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν ίσο με την Ευρώπη και την Ασία (και μάλιστα σε κάποιες περιόδους ξεπερνούσε την Ανατολική Ευρώπη ενώ σταθερά ξεπερνούσε την Αμερικανική ήπειρο).[v]

Αφήνοντας κατά μέρους όμως τα κροκοδείλια δάκρυα και τις υποκριτικές κραυγές  ανθρωπισμού της άρχουσας τάξης και των οργανισμών που ελέγχει για λογαριασμό της, πρέπει να δώσουμε απάντηση στο καίριο ερώτημα:

Είναι η φτώχεια αναπόφευκτη;

Είναι η φτώχεια αναγκαίο κακό που προέρχεται από την έλλειψη πόρων (όπως διδάσκουν τα ιερατεία της σύγχρονης οικονομετρικής θρησκείας); Είναι ο πληθυσμός τόσο μεγάλος πλέον ώστε να μη μπορεί ο πλανήτης να καλύψει τις ανάγκες μας (όπως προπαγανδίζουν διάφορα παπαγαλάκια μέσα από τα κανάλια των Μ.Μ.Ε.); Είναι η παραγωγικότητα της οικονομίας μας ανεπαρκής;

Η απάντηση έχει δοθεί πάμπολλες φορές όχι μόνο από αφορισμένους αναρχικούς διανοητές και Μαρξιστές οικονομολόγους αλλά από τους ίδιους τους «επίσημους» φορείς (από τη Γαλλική Ακαδημία, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Ο.Η.Ε., την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου κ.α.):

Η γη, με ήπια εκμετάλλευση του εδάφους (δηλαδή χωρίς κατασπατάληση των πόρων και χωρίς καταστροφικές για το περιβάλλον παραγωγικές διαδικασίες) είναι σε θέση να παρέχει όλα τα απαραίτητα για την ολοκληρωμένη και αξιοπρεπή διαβίωση των ανθρώπων, σε πολλαπλάσιο πληθυσμό από αυτόν που υπάρχει σήμερα. Από τη δεκαετία του ’70 ακόμα, όταν δηλαδή η παραγωγική δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας ήταν πολύ μικρότερη από ότι είναι στις μέρες μας, είχε υπολογιστεί ότι για κάθε κάτοικο του πλανήτη αντιστοιχούσαν μηνιαίως προϊόντα αξίας 1500 δολαρίων. Όσον αφορά την τροφή αυτή καθεαυτή, με τις υπάρχουσες παραγωγικές υποδομές και διαδικασίες, υπολογίστηκε ότι το 2006 αντιστοιχούσε ημερησίως τροφή σχεδόν 3 χιλιάδων θερμίδων για κάθε κάτοικο του πλανήτη. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε την κατακόρυφη μείωση του κόστους παραγωγής που θα έφερνε η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων από την ενέργεια του υδρογόνου και τις άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή την ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας που θα επέρχονταν από έναν ορθολογικό, κοινωνικά ελεγχόμενο παραγωγικό σχεδιασμό, ο οποίος δεν είναι εφικτός σε πλαίσια καπιταλιστικού ανταγωνισμού, χρηματοπιστωτικής λεηλασίας και εξουσίας των στρατιωτικοβιομηχανικών και λοιπών λόμπι που αυτή τη στιγμή λυμαίνονται την παγκόσμια οικονομία και παραγωγή.

Και εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα της φτώχειας, το οποίο όπως είδαμε επιγραμματικά δεν είναι οικονομικό αλλά βαθύτατα πολιτικό. Η φτώχεια υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο θα παραμένουν οι εξουσιαστικές δομές που εξυπηρετούν την άρχουσα παγκόσμια ελίτ και τους υποστηρικτές της.

«Οι χωρικοί» λέει ο αμερικανός ντοκιμαντερίστας Μάικλ Μούρ, «δε μπορεί παρά να εξεγερθούν», όμως οι πραγματικοί χωρικοί βρίσκονται πισθάγκωνα δεμένοι στα δεσμά του παγκόσμιου ελέγχου της τροφής και της Μονσάντο. Όσο για τους πραγματικούς σύγχρονους «χωρικούς» - αυτό το σύγχρονο «προλεταριάτο» που απαντάται πλέον κυρίως στους τομείς υπηρεσιών του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, στις μεσαίες τάξεις κυρίως της Δύσης αλλά σε όλο αυξανόμενο βαθμό και της Ανατολής- δε δείχνουν προς στιγμήν να έχουν συνειδητοποιήσει (ή ακόμα και να θέλουν να συνειδητοποιήσουν) ότι το κύρια οικονομικό και κατά δεύτερο λόγο πολιτικό και πολιτιστικό έγκλημα που συντελείται εις βάρος τους και με την ανοχή τους, ξεπερνά κατά πολύ το ζωτικό τους χώρο και απλώνεται όχι μόνο εναντίον ολόκληρης της ανθρωπότητας, αλλά ακόμα πιο επιτακτικά στις μέρες μας, εναντίον του απόλυτου ζωτικού μας χώρου, του πλανήτη Γη, που καταστρέφεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής  απειλώντας την ίδια την ύπαρξη ζωής. Οι συσκευασμένες (από τα εργαστήρια διανόησης της ελίτ) ψευδο-προοδευτικές λύσεις Κεϋνσιανού, σοσιαλδημοκρατικού κτλ. τύπου απέτυχαν στο παρελθόν και νομοτελειακά θα αποτύχουν και πάλι όποτε χρησιμοποιηθούν, ακριβώς επειδή δεν μεταλλάσσουν στη ρίζα τους κανέναν από τούς εκμεταλλευτικούς θεσμούς που διέπουν την οικονομία και την πολιτική. Την ίδια ακριβώς στιγμή που προκειμένου να ξεχάσουμε οποιαδήποτε συζήτηση για αληθινή, άμεση δημοκρατία και για δίκαιη, αταξική οικονομική συγκρότηση των κοινωνιών, μας προτείνουν και πάλι φρούδες ελπίδες μιας «πιο δίκαιης» πυραμίδας, η ανθρωπότητα έχει φτάσει ξεκάθαρα πλέον σε ένα επίπεδο επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης που της επιτρέπει να εξαλείψει τη φτώχεια για πάντα.

Εάν γίνει κατανοητό και γνωστό στην πλειοψηφία -ή έστω σε μια κρίσιμη μειοψηφία, ότι πλέον η άρχουσα τάξη, έχοντας ουσιαστικά ολοκληρώσει την υπερσυσσώρευση του παγκόσμιου πλούτου, επιδίδεται πλέον στην υπερσυσσώρευση πολιτικής εξουσίας και πολιτιστικού ελέγχου με αποκλειστικό στόχο τη διατήρηση και επέκταση του απολυταρχικού καθεστώτος της, η όποια θετική πολιτική ανατροπή δε θα είναι ένα άλμα στο κενό και στο άγνωστο, γιατί όλα τα απαραίτητα για μια δίκαιη ζωή ευτυχίας και ευημερίας για όλους υπάρχουν ήδη εν δυνάμει εδώ και τώρα, στο παρόν μας. Δε θα χρειαστεί να κτίσουμε τον κόσμο από την αρχή, γιατί τον κόσμο δεν τον έχτισαν οι εκάστοτε άρχουσες τάξεις, αλλά η εργαζόμενη ανθρωπότητα στο σύνολό της, μέσα από την επιστήμη, την τεχνολογία και τον πολιτισμό. Το μόνο εμπόδιο για την εξάλειψη της φτώχειας και όλων των δεινών που έπονται αυτής, είναι η οικονομική και πολιτική χειραφέτηση της ανθρωπότητας κι επομένως το μόνο εμπόδιο δεν είναι άλλο από την άγνοια –σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο- αυτής της πραγματικότητας. Της πραγματικότητας ότι ο καλύτερος κόσμος που οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο έχουν κάθε λόγο να ονειρεύονται και να αγωνίζονται για αυτόν, δεν είναι μια Εδέμ στην οποία θα μας οδηγήσει κάποιος πολιτικός ή θρησκευτικός μεσσίας. Αυτός ο καλύτερος κόσμος βρίσκεται εν δυνάμει ήδη εδώ, δίπλα μας, ανάμεσά μας, μέσα μας και περιμένει να γίνει πράξη και να αποκαλυφθεί μπροστά μας μέσα από το θάμπος της προπαγάνδας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αρνηθούμε -επιτέλους- την ομίχλη που μας επιβάλλουν…

Δημήτρης Λάμπος

Μάρτιος 2015



[i] Jeni Klugman και Jeanine Braithwaite, “Public policy and private responses”, EDI Development studies, World Bank, Washington, D.C., 1997, σελ.10

[ii] Shaohua Chen και Martin Ravallion, “How did the world’s poorest fare in the 1990’s?”, Development Research Group, World Bank, 2000, σελ.2

[iii] Chomsky Noam, Said Eward και Clark Ramsey, “Media Control, The umbrella of US power, Acts of Aggression”, 2000, σελ.162-163

[iv] Dimitris Lampos, “The effect of privatization on poverty and inequality in transition economies”, University of Essex, 2001, σελ.29 /Monthly review, 2002

[v] Brakman Steven και Marrewijk Charles van, “It’s a big world after all, CESIfo, April 2007


© Copyright Dimitris Lampos
facebooktwitterSoundCloud